στρωματοποιημένος

στρωματοποιημένος
-η, -ο, Ν
1. αυτός που αποτελείται από πολλά ή διαιρείται σε πολλά επάλληλα στρώματα
2. (ειδικά) βιολ. (για επιθήλιο) αυτός που είναι σχηματισμένος από πολλές στιβάδες τοποθετημένες η μία πάνω στην άλλη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”